Πίσω από τα αποθέματα και τα ξόρκια
κατά του «νεοφιλελευθερισμού» ως δήθεν υπεύθυνου για την σημερινή
χρηματοοικονομική διεθνή κρίση και την ελληνική χρεοκοπία, κρύβεται μία
απίστευτη ιδεολογική απάτη, η οποία όμως συσκοτίζει την θλιβερή
πραγματικότητα του κρατισμού και των διαστροφών του.
#
#
Η καλοκαιρινή ανάπαυλα ήταν μία καλή ευκαιρία για αναζητήσεις. Όχι
απαραιτήτως στον βυθό της θάλασσας, αλλά μέσα σε σκονισμένα και μη
βιβλία –που και αυτά, με τον τρόπο τους, είναι ένας ωκεανός γνώσεων.
Πιστεύω πολύ στην εξερεύνηση του ωκεανού αυτού σήμερα. Διότι, όταν
δέχεται κανείς ριπές αστήρικτων πληροφοριών, τσιτάτων και άλλων «δήθεν»
γεγονότων, αν θέλει να είναι εντάξει με την συνείδησή του και το πνεύμα
του, η έρευνα αποτελεί μοναδική διέξοδο.
Χρόνια τώρα, λοιπόν, ιδιαίτερα δε μετά την παταγώδη κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακούω από πολλούς οικονομολόγους, πολιτικούς, καθηγητές και άλλους ότι για τις κρίσεις και τα λοιπά δεινά της ανθρωπότητος ένας και μοναδικός υπαίτιος υπάρχει: ο «νεοφιλελευθερισμός». Κατά κανόνα δε, αυτός ο «επάρατος νεοφιλευθερισμός» συνταυτίζεται σε πολιτικό επίπεδο με την Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρήγκαν και, από θεωρητικής πλευράς, αποδίδεται στην Σχολή του Σικάγου και τον Μίλτον Φρήντμαν, στους φιλοσόφους-οικονομολόγους Φρήντριχ φον Χάγιεκ και Λούντβιχ φον Μίζες, καθώς και σε άλλους, λιγότερο γνωστούς υπηρέτες της οικονομικής σκέψης, όπως οι Γκυ Σορμάν, Φίλιπ Γκαβ, Τζώρτζ Γκίλντερ και η Αϋν Ράντ.
Κάποιοι ανιστόρητοι «ειδικοί» συγχέουν τον «νεοφιλελευθερισμό» και με...τον πατέρα της πολιτικής οικονομίας Άνταμ Σμιθ –του οποίου το έργο, βέβαια, είναι αμφίβολο αν έχουν δει αναρτημένο σε βιβλιοπωλεία. Απλώς έχουν ακούσει ή διαβάσει ότι ο Α.Σμιθ κάπου αναφέρει το «laisser faire», έκφραση η οποία είναι επαρκής ώστε να κατακεραυνωθούν ο νεοφιλελευθερισμός και τα παράπλευρα δεινά που προκαλεί.
Υπό το βάρος όλου αυτού του κατηγορητηρίου, αποφασίσαμε λοιπόν να ξαναδιαβάσουμε κάποιους από τους εμπνευστές του «νεοφιλελευθερισμού» και, πηγαίνοντας πολύ πιο μακρυά στην οικονομική ιστορία, αναζητήσαμε και τις πιθανές πηγές αυτής της «καταστροφικής» για τις οικονομίες θεωρίας. Μάταιος κόπος. Σε όλα τα εγχειρίδια της πολιτικής οικονομίας ο όρος αυτός δεν υπάρχει. Στα δε έργα των μεγάλων φιλελεύθερων στοχαστών, οικονομολόγων και μη, πουθενά δεν βρήκαμε την θεωρητική στήριξη χρηματοοικονομικών φαινομένων που προκαλούν από το 1980 και τις επαναλαμβανόμενες χρηματοοικονομικές και συναλλαγματικές κρίσεις.
Αντιθέτως, μέσα από τις αναζητήσεις μας διαπιστώσαμε ότι η ετικέττα του «νεοφιλελευθερισμού» επικολλάται σε φαινόμενα παντελώς αντίθετα με την φιλελεύθερη οικονομική σκέψη και τα οποία, επειδή ακριβώς πρέπει να συσκοτισθούν, οι φορείς του κρατισμού, της οικονομικής διαπλοκής και της ιδεολογικής απάτης τα αποδίδουν στον «νεοφιλελευθερισμό», σε μια προσπάθεια να αμαυρώσουν αυτή την ίδια την έννοια της ελευθερίας και της ελεύθερης επιλογής.
Εμβαθύνοντας ακόμα περισσότερο, τελικά διαπιστώσαμε ότι η έκφραση «νεοφιλελευθερισμός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Γουώλτερ Λίπμαν, ο οποίος το 1938, ενώ στην Ευρώπη εμαίνετο η εθνικοσοσιαλιστική καταιγίδα, οργάνωσε στο Παρίσι μία πολύ σημαντική συνάντηση φιλελεύθερων στοχαστών, τους οποίους καλούσε να σκεφτούν τί θα μπορούσε να είναι ο φιλελευθερισμός στην Γηραιά Ήπειρο, όπου Γερμανία και Ιταλία βρίσκονταν υπό τον εθνικοσοσιαλισμό-φασισμό και η Ρωσία υπό τον κομμουνιστικό σταλινισμό. Την ίδια περίοδο, στην Γαλλία ανέβαινε το Λαϊκό Μέτωπο υπό τον Λέοντα Μπλουμ, στην Ισπανία είχε δρομολογηθεί η φρανκική δικτατορία, η Ελλάδα τελούσε υπό δικτατορία, στο Βέλγιο οι σοσιαλιστές πετύχαιναν λαμπρά εκλογικά αποτελέσματα και έθεταν καθεστωτικά ζητήματα, η δε Βρεταννία αντιμετώπιζε οξεία οικονομική κρίση.
Στο Παρίσι, λοιπόν, σπουδαίοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι της εποχής, μεταξύ των οποίων και ο Φρήντριχ φον Χάγιεκ, διαπιστώνοντας ότι οι ατομικές ελευθερίες διέτρεχαν πλέον θανάσιμους κινδύνους σε μία αντιφιλελεύθερη Ευρώπη, έκαναν λόγο για ανάγκη ενός «νέου φιλελευθερισμού» ο οποίος πριν απ’ όλα θα αναγνώριζε την σημασία της ελευθερίας ως απουσίας εξαναγκασμού. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν συνθήκες κοινωνικής προόδου μέσω ενός ευρύτερου ανεμπόδιστου πειραματισμού.
Στο επίπεδο αυτό, ο Φρ. φον Χάγιεκ έθετε τότε το ερώτημα: Τί γίνεται όμως όταν οι ιδέες που επικρατούν σε μία κοινωνία βάλλουν κατά της ελευθερίας; Τί γίνεται, από την άλλη πλευρά, όταν κράτη-έθνη απειλούνται με εισβολή από αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, για τις οποίες η βία είναι τρόπος ζωής;
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο προτεινόμενος τότε «νέος φιλελευθερισμός» ήταν στην ουσία μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των σχέσεων κράτους και ιδιωτών σε μία ανοικτή κοινωνία όπου ήδη μονοπωλιακά επιχειρηματικά συμφέροντα νόθευαν στοιχειώδεις κανόνες ανταγωνισμού. Εξάλλου –όπως παρατηρείται και στην σημερινή Ελλάδα– τα ίδια συμφέροντα στην ουσία καλλιεργούν σοσιαλιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, με απώτερο στόχο την αναίρεση του διακαούς πόθου του ανθρώπου για κατάκτηση νέων γνώσεων. Την κατάκτηση αυτή, κορυφαίοι στοχαστές θεωρούσαν ως την αποθέωση της ελευθερίας και ύπατο μέσο δια του οποίου ο άνθρωπος σπάζει τα δεσμά του παρελθόντος, πορευόμενος διαρκώς στο άγνωστο και δημιουργώντας νέο έδαφος. «Τελικός στόχος της ελευθερίας είναι η διεύρυνση εκείνων των ικανοτήτων ως προς τις οποίες ο άνθρωπος ξεπερνά τους προγόνους του», είχε πει στο συνέδριο ο Χάγιεκ.
Από τα παραπάνω, προκύπτει ξεκάθαρα ότι, σε μία εποχή όπου το σκότος του ολοκληρωτισμού και της ανελευθερίας κάλυπταν μεγάλο μέρος της Ευρώπης, ο «νέος φιλελευθερισμός» αποτελούσε μία νέα επαναστατική πρόταση, η οποία δυστυχώς εξαφανίστηκε με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνεπώς, από ιστορικής πλευράς, ο νέος φιλελευθερισμός δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με αυτά που τού προσάπτουν οι εχθροί του και με χρηματοοικονομικά φαινόμενα που είναι εκ των πραγμάτων αντιφιλελεύθερα. Αντιθέτως, ο νέος φιλελευθερισμός θεωρεί ότι μόνον η τόνωση του ανταγωνισμού, η κατάργηση του συντεχνιασμού και η διάδοση της οικονομικής γνώσης μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομική ισορροπία και αποτελεσματικότητα. Επίσης, ο νέος φιλελευθερισμός αρνείται την ορθότητα με τους όρους που την διεκδικούν γνωστές ολοκληρωτικές προτάσεις και αποφεύγει επιμελώς τις οριστικές λύσεις. Ο νέος φιλελευθερισμός δεν αρνείται την συμμετοχή του κράτους στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, αρκεί αυτή να είναι χρηστή και αποτελεσματική. Υπό αυτή την έννοια, ο φιλελευθερισμός σε όλες του τις εκδοχές είναι κατά της πελατειακής πολιτικής εξουσίας –πιθανότατα δε αυτός είναι και ο λόγος του υψηλού αριθμού των εχθρών του.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι κορυφαίοι χρηματοδότες των επιθέσεων κατά του «νεοφιλελευθερισμού» είναι ιδιοκτήτες κερδοσκοπικών επενδυτικών ταμείων (hedge funds), διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες που θίγονται από την παγκοσμιοποίηση, φαιοκόκκινα πολιτικά μορφώματα που επιβιώνουν ελέω λαϊκισμού και πώλησης «σωτηρίας», καθώς και συντεχνιακές ομάδες που λυμαίνονται δημόσιο πλούτο. Όλοι αυτοί, στην σημερινή συγκυρία, θεωρούν ότι ο μόνος δρόμος για να αυτοπροστατευθούν είναι η διάδοση της καταστροφολογίας ως μέσου κλονισμού της εμπιστοσύνης. Πρόκειται για σύγχρονους «νονούς», που σε τελική ανάλυση είναι και η κύρια αιτία της κρίσης.
#Πηγή:
Το άλλοθι του «νεοφιλελευθερισμού» | του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
http://atithasos.blogspot.gr/2014/09/blog-post_16.html
Χρόνια τώρα, λοιπόν, ιδιαίτερα δε μετά την παταγώδη κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακούω από πολλούς οικονομολόγους, πολιτικούς, καθηγητές και άλλους ότι για τις κρίσεις και τα λοιπά δεινά της ανθρωπότητος ένας και μοναδικός υπαίτιος υπάρχει: ο «νεοφιλελευθερισμός». Κατά κανόνα δε, αυτός ο «επάρατος νεοφιλευθερισμός» συνταυτίζεται σε πολιτικό επίπεδο με την Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρήγκαν και, από θεωρητικής πλευράς, αποδίδεται στην Σχολή του Σικάγου και τον Μίλτον Φρήντμαν, στους φιλοσόφους-οικονομολόγους Φρήντριχ φον Χάγιεκ και Λούντβιχ φον Μίζες, καθώς και σε άλλους, λιγότερο γνωστούς υπηρέτες της οικονομικής σκέψης, όπως οι Γκυ Σορμάν, Φίλιπ Γκαβ, Τζώρτζ Γκίλντερ και η Αϋν Ράντ.
Κάποιοι ανιστόρητοι «ειδικοί» συγχέουν τον «νεοφιλελευθερισμό» και με...τον πατέρα της πολιτικής οικονομίας Άνταμ Σμιθ –του οποίου το έργο, βέβαια, είναι αμφίβολο αν έχουν δει αναρτημένο σε βιβλιοπωλεία. Απλώς έχουν ακούσει ή διαβάσει ότι ο Α.Σμιθ κάπου αναφέρει το «laisser faire», έκφραση η οποία είναι επαρκής ώστε να κατακεραυνωθούν ο νεοφιλελευθερισμός και τα παράπλευρα δεινά που προκαλεί.
Υπό το βάρος όλου αυτού του κατηγορητηρίου, αποφασίσαμε λοιπόν να ξαναδιαβάσουμε κάποιους από τους εμπνευστές του «νεοφιλελευθερισμού» και, πηγαίνοντας πολύ πιο μακρυά στην οικονομική ιστορία, αναζητήσαμε και τις πιθανές πηγές αυτής της «καταστροφικής» για τις οικονομίες θεωρίας. Μάταιος κόπος. Σε όλα τα εγχειρίδια της πολιτικής οικονομίας ο όρος αυτός δεν υπάρχει. Στα δε έργα των μεγάλων φιλελεύθερων στοχαστών, οικονομολόγων και μη, πουθενά δεν βρήκαμε την θεωρητική στήριξη χρηματοοικονομικών φαινομένων που προκαλούν από το 1980 και τις επαναλαμβανόμενες χρηματοοικονομικές και συναλλαγματικές κρίσεις.
Αντιθέτως, μέσα από τις αναζητήσεις μας διαπιστώσαμε ότι η ετικέττα του «νεοφιλελευθερισμού» επικολλάται σε φαινόμενα παντελώς αντίθετα με την φιλελεύθερη οικονομική σκέψη και τα οποία, επειδή ακριβώς πρέπει να συσκοτισθούν, οι φορείς του κρατισμού, της οικονομικής διαπλοκής και της ιδεολογικής απάτης τα αποδίδουν στον «νεοφιλελευθερισμό», σε μια προσπάθεια να αμαυρώσουν αυτή την ίδια την έννοια της ελευθερίας και της ελεύθερης επιλογής.
Εμβαθύνοντας ακόμα περισσότερο, τελικά διαπιστώσαμε ότι η έκφραση «νεοφιλελευθερισμός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Γουώλτερ Λίπμαν, ο οποίος το 1938, ενώ στην Ευρώπη εμαίνετο η εθνικοσοσιαλιστική καταιγίδα, οργάνωσε στο Παρίσι μία πολύ σημαντική συνάντηση φιλελεύθερων στοχαστών, τους οποίους καλούσε να σκεφτούν τί θα μπορούσε να είναι ο φιλελευθερισμός στην Γηραιά Ήπειρο, όπου Γερμανία και Ιταλία βρίσκονταν υπό τον εθνικοσοσιαλισμό-φασισμό και η Ρωσία υπό τον κομμουνιστικό σταλινισμό. Την ίδια περίοδο, στην Γαλλία ανέβαινε το Λαϊκό Μέτωπο υπό τον Λέοντα Μπλουμ, στην Ισπανία είχε δρομολογηθεί η φρανκική δικτατορία, η Ελλάδα τελούσε υπό δικτατορία, στο Βέλγιο οι σοσιαλιστές πετύχαιναν λαμπρά εκλογικά αποτελέσματα και έθεταν καθεστωτικά ζητήματα, η δε Βρεταννία αντιμετώπιζε οξεία οικονομική κρίση.
Στο Παρίσι, λοιπόν, σπουδαίοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι της εποχής, μεταξύ των οποίων και ο Φρήντριχ φον Χάγιεκ, διαπιστώνοντας ότι οι ατομικές ελευθερίες διέτρεχαν πλέον θανάσιμους κινδύνους σε μία αντιφιλελεύθερη Ευρώπη, έκαναν λόγο για ανάγκη ενός «νέου φιλελευθερισμού» ο οποίος πριν απ’ όλα θα αναγνώριζε την σημασία της ελευθερίας ως απουσίας εξαναγκασμού. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν συνθήκες κοινωνικής προόδου μέσω ενός ευρύτερου ανεμπόδιστου πειραματισμού.
Στο επίπεδο αυτό, ο Φρ. φον Χάγιεκ έθετε τότε το ερώτημα: Τί γίνεται όμως όταν οι ιδέες που επικρατούν σε μία κοινωνία βάλλουν κατά της ελευθερίας; Τί γίνεται, από την άλλη πλευρά, όταν κράτη-έθνη απειλούνται με εισβολή από αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, για τις οποίες η βία είναι τρόπος ζωής;
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο προτεινόμενος τότε «νέος φιλελευθερισμός» ήταν στην ουσία μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των σχέσεων κράτους και ιδιωτών σε μία ανοικτή κοινωνία όπου ήδη μονοπωλιακά επιχειρηματικά συμφέροντα νόθευαν στοιχειώδεις κανόνες ανταγωνισμού. Εξάλλου –όπως παρατηρείται και στην σημερινή Ελλάδα– τα ίδια συμφέροντα στην ουσία καλλιεργούν σοσιαλιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, με απώτερο στόχο την αναίρεση του διακαούς πόθου του ανθρώπου για κατάκτηση νέων γνώσεων. Την κατάκτηση αυτή, κορυφαίοι στοχαστές θεωρούσαν ως την αποθέωση της ελευθερίας και ύπατο μέσο δια του οποίου ο άνθρωπος σπάζει τα δεσμά του παρελθόντος, πορευόμενος διαρκώς στο άγνωστο και δημιουργώντας νέο έδαφος. «Τελικός στόχος της ελευθερίας είναι η διεύρυνση εκείνων των ικανοτήτων ως προς τις οποίες ο άνθρωπος ξεπερνά τους προγόνους του», είχε πει στο συνέδριο ο Χάγιεκ.
Από τα παραπάνω, προκύπτει ξεκάθαρα ότι, σε μία εποχή όπου το σκότος του ολοκληρωτισμού και της ανελευθερίας κάλυπταν μεγάλο μέρος της Ευρώπης, ο «νέος φιλελευθερισμός» αποτελούσε μία νέα επαναστατική πρόταση, η οποία δυστυχώς εξαφανίστηκε με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνεπώς, από ιστορικής πλευράς, ο νέος φιλελευθερισμός δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με αυτά που τού προσάπτουν οι εχθροί του και με χρηματοοικονομικά φαινόμενα που είναι εκ των πραγμάτων αντιφιλελεύθερα. Αντιθέτως, ο νέος φιλελευθερισμός θεωρεί ότι μόνον η τόνωση του ανταγωνισμού, η κατάργηση του συντεχνιασμού και η διάδοση της οικονομικής γνώσης μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομική ισορροπία και αποτελεσματικότητα. Επίσης, ο νέος φιλελευθερισμός αρνείται την ορθότητα με τους όρους που την διεκδικούν γνωστές ολοκληρωτικές προτάσεις και αποφεύγει επιμελώς τις οριστικές λύσεις. Ο νέος φιλελευθερισμός δεν αρνείται την συμμετοχή του κράτους στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, αρκεί αυτή να είναι χρηστή και αποτελεσματική. Υπό αυτή την έννοια, ο φιλελευθερισμός σε όλες του τις εκδοχές είναι κατά της πελατειακής πολιτικής εξουσίας –πιθανότατα δε αυτός είναι και ο λόγος του υψηλού αριθμού των εχθρών του.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι κορυφαίοι χρηματοδότες των επιθέσεων κατά του «νεοφιλελευθερισμού» είναι ιδιοκτήτες κερδοσκοπικών επενδυτικών ταμείων (hedge funds), διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες που θίγονται από την παγκοσμιοποίηση, φαιοκόκκινα πολιτικά μορφώματα που επιβιώνουν ελέω λαϊκισμού και πώλησης «σωτηρίας», καθώς και συντεχνιακές ομάδες που λυμαίνονται δημόσιο πλούτο. Όλοι αυτοί, στην σημερινή συγκυρία, θεωρούν ότι ο μόνος δρόμος για να αυτοπροστατευθούν είναι η διάδοση της καταστροφολογίας ως μέσου κλονισμού της εμπιστοσύνης. Πρόκειται για σύγχρονους «νονούς», που σε τελική ανάλυση είναι και η κύρια αιτία της κρίσης.
#Πηγή:
Το άλλοθι του «νεοφιλελευθερισμού» | του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
http://atithasos.blogspot.gr/2014/09/blog-post_16.html
Τρίτη, 16 Σεπτεμβρίου 2014
#
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου